Κύριες και κύριοι των επαγγελματικών σωματείων και δημοσίων φορέων , ένστολοι, επιστήμονες, καθηγητές, ιατροί , νοσηλευτές.
Θα ήθελα με την ευκαιρία,να ευχαριστήσω την ηγεσία του υπουργείου υγείας,και να συγχαρώ τους φορείς που πρωτοπόρησαν διοργανώνοντας αυτό το πολύ σημαντικό συνέδριο στην Ελλάδα της κρίσης, και ειδικά τον υπουργό υγείας Άδωνη Γεωργιάδη και τον διοικητή του ΕΚΕΠΥ, Πάνο Ευστάθιου.
Ο τομέας της υγείας χαρακτηρίζεται αφενός μεν από τις σημαντικές προοπτικές του για ανάπτυξη, καινοτομία και επίδειξη δυναμισμού, αφετέρου δε από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει από την άποψη της οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων υγειονομικής μέριμνας, μεταξύ άλλων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της προόδου που σημειώνει η ιατρική.
Το σίγουρο είναι ότι η εποχή μας είναι μία περίοδος αθρόας και αναπόφευκτης μετακίνησης ατόμων σε ξένες χώρες και δη στην Ευρωπαϊκή Ένωση προς εξεύρεση εργασίας και αναζήτηση καλύτερων όρων διαβίωσης.
Σκοπός
Σκοπός της εργασίας, είναι η εξέταση και η παρουσίαση της τρέχουσας κατάστασης όσον αφορά την υγεία των μεταναστών. Ποιες είναι οι ανάγκες για περίθαλψη; Ικανοποιούνται; Ποια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κι αν αυτά βρίσκουν λύσεις ή οδηγούνται σε τέλμα. Προστατεύονται τα δικαιώματά τους για πρόσβαση στην υγεία μέσω νομοθεσίας; Στα πλαίσια αυτά εξετάζονται 6 θεματικές ενότητες:
Ισότιμη πρόσβαση των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας, η οποία για να εξετασθεί διεξοδικά και να παρουσιαστεί χωρίς κενά εξετάζεται από επιμέρους ενότητες που αναφέρονται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, το δικαίωμα στην υγεία κατά το Σύνταγμα και το δικαίωμα στην υγεία κατά το διεθνές δίκαιο.
Προστασία της δημοσιάς υγείας
Προβλήματα κατά την είσοδο στη χώρα
Κέντρα φιλοξενίας και κράτησης παράνομων Μεταναστών
Ειδικότερα ζητήματα, όπου η ενότητα αυτή εστιάζει στα δικαιώματα περίθαλψης πιο ευπαθών ομάδων, όπως είναι οι γυναίκες και τα παιδιά.
Απέλαση Μεταναστών
Σας ευχαριστώ θερμά για την παρακολούθηση.
Καλημέρα σας ,
Κύριες και κύριοι, Κύριοι γενικοί γραμματείς, επιστήμονες , εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας , γιατροί, νοσηλευτές, και εργαζόμενοι στο χώρο της υγείας.
Ευχαριστούμε θερμά την οργανωτική επιτροπή και ειδικά τον πρόεδρο της ο κ. Πάνο Ευσταθίου για την πρόσκληση που μου απεύθυνε να παραστώ ως ομιλητής στο συνέδριο αυτό .
Η Ελλάδα έχει καταστεί χώρα υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών και αιτούντων άσυλο χωρίς ταυτόχρονη υιοθέτηση μιας σαφούς και συντονισμένης μεταναστευτικής πολιτικής. Με κρίσιμα κενά νόμου και αντιφάσεις έρχονται αντιμέτωπα τα παιδιά που γεννιούνται από αλλοδαπές μητέρες και παραμένουν ανιθαγενή ως την ηλικία των 18 ετών και τα ασυνόδευτα ή μη παιδιά αιτούντων άσυλο, τα οποία «φιλοξενούνται» σε Διάφορα κέντρα.
Μετανάστης
Με βάση τον ορισμό που δίνουν τα Ηνωμένα έθνη, ως μετανάστης χαρακτηρίζεται το άτομο που είναι μακριά από τη χώρα που γεννήθηκε ή από τη χώρα που έχει την εθνικότητα ή υπηκοότητά της για περισσότερους από 12 μήνες (www.ekem.gr, Σάρρας, 2005).
Αλλοδαπός
Το άτομο το οποίο δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται ή κατοικεί
Οικονομικός μετανάστης
Ως οικονομικός μετανάστης χαρακτηρίζεται το άτομο που αποδημεί για βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης
Πρόσφυγας
Ως πρόσφυγας χαρακτηρίζεται το άτομο που μετακινείται εξαιτίας διώξεων ή άσκησης βίας (ΕΚΚΕ, 2008, σ. 7). Επίσης, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, ως πρόσφυγας ορίζεται αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευσης .
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, πρόσφυγας είναι το πρόσωπο που έχει σοβαρούς φόβους ότι καταδιώκεται για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους εθνικότητας, γιατί συμμετέχει σε μια κοινωνική ομάδα, ή έχει μια πολιτική θέση, βρίσκεται έξω από τη χώρα του και δεν μπορεί να επιστρέψει γιατί κινδυνεύει. Ο πρόσφυγας εγκαταλείπει τη χώρα του γιατί κινδυνεύει και απειλείται με διωγμό και δεν μπορεί να επιστρέψει ασφαλής στη χώρα του.
Παλιννοστούντας
Κατά τον Παυλόπουλο (2007), ως παλιννοστούντας χαρακτηρίζεται το άτομο το οποίο οικειοθελλώς επιστρέφει στη χώρα καταγωγής .
Ομογενής
Είναι το άτομο που ανήκει στο ίδιο έθνος με τον ομιλητή (Κριαράς, 1995, σ.999).
Εν συνεχεία, γίνεται αναφορά στις επιδράσεις που έχει η μετανάστευση στις χώρες αποστολής καθώς και στις χώρες υποδοχής των μεταναστών (που είναι χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), προκειμένου να γίνει ευκρινέστερη η έννοια του μεταναστευτικού φαινομένου.
Μετά από αυτή την σύντομη αναφορά στη σημαίνουσα κοινωνική μεταβολή, και στις αλλαγές που αφορούν την οικογένεια και συμβαίνουν στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρουσιάζονται οι πολιτικές που απευθύνονται στις οικογένειες και τα παιδιά, που ζουν εδω. Ως αποτέλεσμα της απουσίας μιας συνεκτικής οικογενειακής πολιτικής, η ελληνική οικογένεια παρά την αυξανόμενη ρευστότητα της παραμένει ο πιο σημαντικός φορέας παροχής κοινωνικής πρόνοιας. Παρότι η αρχή του συμφέροντος του παιδιού διαπερνά την εκσυγχρονισμένη νομοθεσία και έχουν προβλεφθεί προσεγγίσεις υποστήριξης των ιδιαίτερων αναγκών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικές.
Η εργασία εστιάζεται στην πρόσβαση των πολιτισμικά διαφερόντων στην εκπαίδευση, το μοναδικό, ευκρινώς καθολικό σύστημα πολιτικής της χώρας. Υποστηρίζει την άμεση ανάγκη ίδρυσης κοινωνικών και ψυχολογικών υπηρεσιών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και τις υπηρεσίες πρώτης γραμμής -υγείας – ψυχικής υγείας, της κοινωνικής φροντίδας-, με στόχο την εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικών δικαιωμάτων και συνηγορίας τόσο στο εσωτερικό των εν λόγω υπηρεσιών όσο και στα δίκτυα που θα αναπτύξουν με τις οικογένειες και τις τοπικές κοινωνίες.
Η ελληνική οικογένεια και κοινωνία έχουν υποστεί εκτεταμένες, πολύσημες μεταβολές, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τους εκπαιδευτικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες για συνεχή αναπροσανατολισμό-προσαρμογή των υπηρεσιών που παρέχουν και της έρευνας που διεξάγουν, προκειμένου να μπορούν να αποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται.
Οι μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη οικογένεια ως τρόπο οργάνωσης του ιδιωτικού βίου εκφράζουν βαθύτατες κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές και έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση μιας άλλης οικογενειακής πραγματικότητας (Μουσούρου, 2004: 77-80), με γνωρίσματα τη μείωση της γονιμότητας-δημογραφική γήρανση, την αύξηση των διαζυγίων, των μη συμβατικών σχημάτων οικογένειας, και των μονογονεϊκών. Η σημαντικότερη αλλαγή έχει επέλθει στη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, η αποτύπωση της οποίας στο πλαίσιο της οικογένειας, την καθιστά ρευστή με ενδεχόμενο να λάβει ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθέσεις. Η τάση πολλών φορέων, επιστημόνων και επαγγελματιών να χαρακτηρίζουν τις μεταβολές αυτές ως «κρίση» της σύγχρονης οικογένειας με συνεπαγόμενες αντιλήψεις παθολογικοποίησής-θυματοποίησής της (ανήμπορη, ανάξια να προσαρμοστεί) και στάσεις διάσωσής της, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Άτομα και οικογένειες βιώνουν συχνά μεταβάσεις, από ένα στάδιο εξέλιξης σε ένα επόμενο ή από μια κατάσταση ζωής σε μια άλλη αξιοποιώντας τις δεξιότητες προσαρμογής, που διαθέτουν, και τους αντίστοιχους απαραίτητους πόρους (υπηρεσίες πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης και παροχές) που διατίθενται από το περιβάλλον τους για το σκοπό αυτό. Η ένδεια και η ακαταλληλότητα-ανεπάρκεια των πόρων αυτών είναι υπεύθυνη για την παράταση ή την περιπλοκή των εξελικτικών μεταβάσεων και την εκτροπή τους σε αδιέξοδα και «κρίσεις», (Βεργέτη, 2009).
Σημαίνουσα συνιστώσα της κοινωνικής μεταβολής αποτελεί η αυξανόμενη παρουσία οικογενειών μεταναστών με κατακόρυφα αυξανόμενη εκείνων που εισέρχονται από θαλάσσια σύνορα2. Επίσης η παρουσία παιδιών και οικογενειών της δεύτερης γενιάς των παλιννοστούντων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Σταδιακά η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε χώρα υποδοχής, με πολυπολιτισμική σύνθεση και μέλημα την κοινωνική ένταξη των διαφερόντων.
Οι μεταναστευτικές ομάδες γεννούν νέες ανάγκες για υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής φροντίδας, οι οποίες αναμένεται να καλυφθούν από τα ήδη υπάρχοντα συστήματα υγείας και κοινωνικής προστασίας (Ψημμένος και Σκαμνάκης, 2008:306). Οι πιέσεις που ασκούνται στα συστήματα αυτά αναμένεται να φέρουν αναπροσαρμογές στην οργάνωση και την παροχή των υπηρεσιών τόσο στη γεωγραφική της διάσταση, με ισότιμη διανομή αγαθών στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές και τα νησιά-, όσο και στην οικονομική διάσταση δηλαδή την καθολική, ισότιμη διάθεση των εν λόγω κοινωνικών αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες και όχι ανάλογα με την ανταποδοτικότητα τους. Κρίσιμη είναι η πολιτισμική διάσταση, ο βαθμός στον οποίο η διαφορά συνιστά εμπόδιο στη διαδικασία παροχής υπηρεσιών αλλά και η ποιότητα την αποτελεσματικότητα και ο δημόσιος λόγος – η υποστήριξη που δέχονται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.
Στην Ελλάδα πυρήνας της μειονοτικής ιδιότητας και ταυτότητας αποτελεί η εθνική, γλωσσική ή θρησκευτική ιδιαιτερότητα (Τσιτσελίκης και Χριστόπουλος, 1997:431), και πολλές μειονοτικές ομάδες χαρακτηρίζονται από την εθνική τους ταυτότητα ή από την ιδιότητα που αποκτούν με βάση τον τρόπο εισόδου στη χώρα, νόμιμοι ή παράνομοι μετανάστες, πρόσφυγες αιτούντες άσυλο, διερχόμενοι, κλπ. Στο παρόν κείμενο ο όρος μειονότητα5 δεν αντιμετωπίζεται με την επίσημη νομική απόδοση του, ως ποιότητα ενδογενών σχέσεων εξουσίας ή εκπροσώπησης, οι οποίες προσδιορίζουν τη σχέση της με το κράτος ή ως συλλογική συνείδηση της ίδιας της μειονοτικής ομάδας σχετικά με την ιδιαιτερότητα που τη διαφοροποιεί και ενδιαφέρεται να διατηρήσει, (Τσιτσελίκης και Χριστόπουλος, 1997:431-2). Ούτε περιορίζεται στην μοναδική επίσημα αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα εκείνη των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης με την τριπλή της υπόσταση Τουρκογενείς, Πομάκοι και Τσιγγάνοι. Ο όρος μειονότητα αντιμετωπίζεται με την έννοια ενός συνόλου ανθρώπων που μοιράζονται κάποια πρωτογενή, εμπειρικά εντοπίσιμα χαρακτηριστικά (εθνική προέλευση, γλώσσα, θρησκεία, παράδοση) τα οποία το διαφοροποιούν από το υπόλοιπο του πληθυσμού. Ένα τέτοιο σύνολο αποτελεί η ανομοιογενής ομάδα των Ρομα οι οποίοι σύμφωνα με το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι για τα δικαιώματα των μειονοτήτων ανέρχονται σε 300.000 άτομα (www.greekhelsinki.gr), οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε οικισμούς, οι οποίοι εδράζονται στις παρυφές μεγάλων πόλεων.
Γλώσσα και μετανάστευση
Η μετακίνηση ενός ατόμου από τον έναν τόπο σε έναν άλλο (εξωτερική μετανάστευση) ισοδυναμεί με τη μετακίνηση από ένα γνωστό κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα σε ένα λιγότερο γνωστό ή – συνήθως – άγνωστο σύστημα Αυτόματα, ο μετανάστης νιώθει «ξένος» προς όλα τα επίπεδα κοινοτήτων λόγου, στο μέτρο που δεν μπορεί να κατανοήσει και να επικοινωνήσει στην κυρίαρχη γλώσσα. Αυτομάτως, με την έλευση του μετανάστη στη χώρα υποδοχής, το πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο που αυτός φέρει, υποτιμώνται Χρήσιμη, συνεπώς, για το μετανάστη είναι η γνώση της κυρίαρχης – επίσημης γλώσσας της χώρας υποδοχής. Ως επίσημη γλώσσα ενός κράτους μπορεί να οριστεί μια γλώσσα που έχει νομική υπόσταση σε μια συγκεκριμένη συστημένη νομίμως πολιτική οντότητα, όπως ένα μέλος ή τμήμα του κράτους και στο οποίο χρησιμεύει ως γλώσσα της διοίκησης. (www.OECD.org)
Ο ρόλος της γλώσσας της χώρας υποδοχής στη διαδικασία ένταξης των μεταναστών
Βάση μιας έρευνας του πανεπιστήμιου Πάτρας, ένα ποσοστό (61%) επέλεξε να βοηθηθεί παρακολουθώντας μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Τα άτομα αυτά παρακολούθησαν μαθήματα ελληνικών κατά μέσο όρο για ένα χρόνο.
Οι λόγοι για τους οποίους επιθυμούν να μάθουν ελληνικά, ποικίλλουν: εργασιακοί (και για τον ελλαδικό χώρο, αλλά και με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους), λόγοι κατανόησης και επικοινωνίας στις καθημερινές τους επαφές καθώς και για να έχουν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης εξέφρασαν λόγους που σχετίζονταν με την ανεξαρτησία τους, τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, εύρεσης συντρόφου, ακόμη και για την προφορά και τη βελτίωση στη γραφή.
Όσον αφορά την ευκολία εύρεσης της πρώτης κατοικίας και της επίδρασης της με τη μερική γνώση της ελληνικής γλώσσας, όλοι οι ερωτώμενοι επιβεβαίωσαν πως δεν αντιμετώπισαν δυσκολίες, είτε επειδή κάποιο πρόσωπο από το φιλικό περιβάλλον τους βοήθησε, είτε ο εργοδότης τους, είτε επειδή το εργασιακό τους περιβάλλον αποτελούσε και τον τόπο κατοικίας τους (εσωτερική αποκλειστική βοηθός). Συνεπώς, η εξεύρεση εργασίας, σήμαινε ταυτόχρονα και την εύρεση κατοικίας.
Διαπολιτισμικό Φαινόμενο
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που έχει ανακύψει στην Ελλάδα κατά τα τελευταία 20 χρόνια είναι η σταδιακή μετάβαση προς μια όλο και περισσότερο πολυπολιτισμική κοινωνία. Σχεδόν το 10% του πληθυσμού προέρχεται πλέον από άλλες χώρες και ηπείρους. Πολύ μεγάλος αριθμός μαθητών στην Αθήνα έχουν διαφορετικό θρήσκευμα καθώς κουβαλάνε και άλλους πολιτισμούς, και οι αυτόχθονες αντιμετωπίζουν το νέο αυτό δεδομένο ως μια πρόκληση.
Με τη σειρά μου πιστεύω ότι, εφόσον τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις, πρόκειται συγχρόνως για μια μεγάλη ευκαιρία που μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη και δημιουργική συνύπαρξη προς όφελος της Ελλάδας. Η διαφορετικότητα σημαίνει πλουραλισμό και αποτελεί απόδειξη του οικουμενικού πνεύματος του Ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων.
Επιδράσεις της μετανάστευσης στην Ελλάδα και Ευρώπη
Επιδράσεις της μετανάστευσης στη χώρα υποδοχής
Η μετανάστευση αποτελεί ένα φαινόμενο που αναμφισβήτητα επηρεάζει τη χώρα υποδοχής σε πολλούς τομείς, γιατί αυξάνει τον αριθμό των κοινωνικών υποκειμένων που παίρνουν μέρος στην συλλογική ζωή. Παράλληλα, τα κοινωνικά αυτά υποκείμενα έρχονται σε αντιπαράθεση με τον έλεγχο των διαδικασιών ανακατανομής των υλικών και συμβολικών αγαθών. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια την πριμοδότηση μιας κοινωνικής διαδικασίας επαναπροσδιορισμού των θέσεων, των ρόλων και του κύρους που συνεπάγεται η απόκτηση των συγκεκριμένων θέσεων και ρόλων (ΚΕΜΟ, 2004, σ. 183). Η μαζική προσέλευση μεταναστών στη χώρα υποδοχής επηρεάζει τον εργασιακό τομέα, εφόσον οι μετανάστες εργάζονται, αλλά και τον ασφαλιστικό, σε περίπτωση που είναι νόμιμοι εργαζόμενοι και απολαμβάνουν το δικαίωμα στην ασφάλιση και την υγεία. Συνεπώς άμεση επίδραση υπάρχει στην οικονομία της χώρας.
Παράλληλα, επίδραση υπάρχει και στον κοινωνικό τομέα, εφόσον οι μετανάστες έχουν εγκατασταθεί στη χώρα και συναναστρέφονται καθημερινά με το γηγενή πληθυσμό, τον εκπαιδευτικό, στην περίπτωση που η δεύτερη γενιά μεταναστών συμμετέχει σε κάποια βαθμίδα της εκπαίδευσης, είτε οι ίδιοι παρακολουθούν μαθήματα σε κάποιο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (για παράδειγμα μαθήματα εκμάθησης της γλώσσας της χώρας υποδοχής). Η πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική διαφορετικότητα των μεταναστών από τους ημεδαπούς έχει ως αποτέλεσμα την συνύπαρξη και αλληλεπίδραση μιας ποικιλίας πολιτισμών στην επικράτεια της χώρας υποδοχής και συνεπώς την επιρροή στους αντίστοιχους τομείς της θρησκείας, του πολιτισμού και της γλώσσας, Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαπολιτισμικότητας είναι οι περιπτώσεις οικογενειών που αποτελούνται από αλλοδαπά και ημεδαπά μέλη.
Πώς, όμως, επηρεάζονται όλοι οι παραπάνω τομείς από την παρουσία των μεταναστών; Προς ποιά κατεύθυνση; Οι απόψεις είναι διφορούμενες. Ορισμένοι κατηγορούν και χρεώνουν τη μετανάστευση για την οικονομική ύφεση της χώρας υποδοχής, την πτώση των μισθών, την αύξηση της εγκληματικότητας και της ανεργίας και την διατάραξη της εθνικής ομοιογένειας. Για το κομμάτι του πληθυσμού που υιοθετεί αυτή την άποψη, η μετανάστευση είναι ανεπιθύμητη και δημιουργεί πληθώρα προβλημάτων. Μια άλλη μερίδα του πληθυσμού, όμως, αντιμετωπίζει τη μετανάστευση ως έναν νέο κοινωνικό πλούτο, που προσφέρει σε διάφορους τομείς της χώρας και αντιμετωπίζεται ως μια φυσική απόρροια που είναι επιθυμητή. Επίσης, θεωρούν πως δεν δημιουργεί νέα προβλήματα, αλλά κατά κανόνα αναδεικνύει τα υφιστάμενα προβλήματα – χαρακτηριστικά κοινωνικών δομών των χωρών υποδοχής (ΚΕΜΟ, 2004, σ. 72)
Ποιές είναι, λοιπόν, οι πολιτικές που έχουν διαμορφωθεί μέχρι στιγμής για την κατανόηση του μεταναστευτικού φαινομένου; Πώς τελικά επιλέγει το κράτος να διαχειριστεί την παρουσία των συγκεκριμένων ατόμων στην επικράτειά του; Επιθυμεί την αφομοίωση, την ένταξη ή την ενσωμάτωσή τους; Οι συγκεκριμένοι όροι θα αναλυθούν συνοπτικά παρακάτω.
Επιδράσεις της μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ποιός, όμως, είναι ο ρόλος των μεταναστευτικών ροών για την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ο λόγος που η μετανάστευση αντιμετωπίζεται θετικά, είναι γιατί μπορεί να αποφέρει οικονομικά όφελη στα κράτη – μέλη και τελικά στην Ένωση ως σύνολο. Η στάση αυτή είναι εμφανής σε πληθώρα εγγράφων της. Ειδικότερα, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υλοποιήθηκε το 2004 στις Βρυξέλλες, αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Όταν η ροή μεταναστών είναι εύτακτη και καλά διαχειρισμένη, τα κράτη – μέλη αποκομίζουν οφέλη. Ενισχύονται οι οικονομίες τους, αποκτούν μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, αυξάνεται το αίσθημα ασφάλειας, υπάρχει πολιτιστική ποικιλότητα. Τα οφέλη αυτά, αν συνυπολογιστούν και καταγραφούν για όλα τα κράτη μέλη, προάγουν το ευρωπαϊκό σχέδιο και ενισχύουν τη θέση της Ένωσης στον κόσμο. Επομένως, η αποτελεσματική διαχείριση της μετανάστευσης από κάθε κράτος – μέλος αποτελεί γενικό συμφέρον» (Ανακοινωθέν τύπου, Νοέμβρης, 2004).
Η γενική θεώρηση της Ένωσης, όπως προαναφέρθηκε, είναι ότι η χρησιμοποίηση των μεταναστών είναι θετική στο σύνολο της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών υποδοχής. Άλλωστε, η εμπειρία της σύγχρονης νεωτερικής μετανάστευσης προς τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ανέδειξε πολύ σημαντικά οικονομικά οφέλη για αυτές (Ναξάκης & Χλέτσος, 2003, σ. 242). Ειδικότερα, με βάση τις εξελίξεις που παρατηρήθηκαν την περίοδο 1960 – 2000 (ύστερα από έρευνα των Ηνωμένων Εθνών) σημειώνεται ότι σε επίπεδο μετανάστευσης οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες απέκτησαν μεταναστευτικά κέρδη από τις πληθυσμιακές εισροές που προέρχονταν από τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές (Τσαούσης, 2007, σ. 233).
Η υπογεννητικότητα στις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί πλέον γεγονός και είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης. Συγκεκριμένα, σε Έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για τον πληθυσμό, αναφέρεται πως οι χώρες της Ένωσης θα πρέπει να δεχτούν μέχρι το 2025 πάνω από 100 εκατομμύρια μετανάστες προκειμένου να μπορέσουν να διατηρήσουν σταθερό το εργατικό δυναμικό τους. Αντίστοιχη έρευνα, που αφορά τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό των χωρών και τη διατήρησή του, συμπεραίνει ότι θα πρέπει να εισρεύσουν από το 2010 μέχρι το 2030, περίπου 20 εκατομμύρια μετανάστες, σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο (Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2007, σ. 173).
Τις ανάγκες της Ένωσης στους τομείς της τεχνολογίας, της πληροφορικής και της βιομηχανίας σε υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης προσωπικό, καλύπτουν επίσης οι μετανάστες. Παράλληλα, η αυξημένη ζήτηση ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, λόγω της πολιτισμικής και κοινωνικής αποστροφής του αυτόχθονου πληθυσμού προς απασχόληση χαμηλού κύρους, δύσκολων εργασιακών συνθηκών, χαμηλών αμοιβών και εποχικού χαρακτήρα, καλείται αναγκαστικά να αντιμετωπιστεί από το μεταναστευτικό κομμάτι του πληθυσμού (Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2007, σ. 176).
Επιπρόσθετα, έχει αποδειχθεί πως οι μετανάστες εκτός από εργατικό δυναμικό, είναι και καταναλωτές. Έστω και αν δαπανούν ένα πολύ μικρό μέρος του εισοδήματός τους για την κατανάλωση στη χώρα που εργάζονται, αποτελούν μέρος της ενεργούς ζήτησης. Οι μετανάστες αγοράζουνμεταχειρισμένα προϊόντα τα οποία ο γηγενής πληθυσμός δεν θα ήθελε (Ναξάκης & Χλέτσος, 2003, σ. 27 ).
Παράλληλα, ένα ακόμη πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η γήρανση του γηγενούς πληθυσμού. Η γήρανση αυτή και ειδικότερα του εργατικού δυναμικού, έχει σημαντικές επιπτώσεις στο σύστημα κοινωνικής προστασίας αλλά και στην παραγωγή (Ναξάκης & Χλέτσος, 2003, σ. 47) Σύμφωνα με έρευνες του ΟΟΣΑ, παρατηρείται πως στο μέλλον θα μειωθεί το επίπεδο ευημερίας των κατοίκων. Ειδικότερα, το κατακεφαλήν προϊόν θα μειωθεί κατά 18% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προκειμένου να διατηρηθεί αμετάβλητος ο δείκτης γήρανσης απαιτείται η μετανάστευση να είναι 13 εκατομμύρια το χρόνο, με βάση την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών το 2000 (Ναξάκης & Χλέτσος, 2003, σ.38). Η προσέλευση, λοιπόν, μοιάζει απαραίτητη και αναγκαία και δεν αντιμετωπίζεται ως ανεπιθύμητη.
Συνεπώς, η μετανάστευση επηρεάζει θετικά τις δημογραφικές εξελίξεις, βελτιώνει την αναλογία ενεργού – άεργου πληθυσμού των χωρών υποδοχής και συμβάλλει στην αύξηση του ενεργού εργατικού δυναμικού.
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο μεταναστευτικό φαινόμενο διαρθρώνεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον οικονομικό παράγοντα.
Οι επιδράσεις της μετανάστευσης δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Παρακάτω, λοιπόν, παρουσιάζονται πιο συγκεκριμένα οι συνέπειες της παρουσίας του μεταναστευτικού πληθυσμού.
Πολιτικές αντιμετώπισης της μετανάστευσης
Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης σε εθνικό επίπεδο ποικίλει, ανάλογα με την μεταναστευτική πολιτική που επιλέγει να εφαρμόσει το κάθε κράτος. Οι βασικότερες μορφές αντιμετώπισης είναι η αφομοίωση, η ένταξη και η ενσωμάτωση. Η πρώτη πολιτική που εφαρμόστηκε σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα είναι αυτή της αφομοίωσης (το λεγόμενο meltingpot – δηλαδή χωνευτήρι) στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Green, 2004, σ.73).
Αφομοίωση (assimilation): Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη διαδικασία απορρόφησης των μεταναστών της Αμερικής στον κυρίαρχο πολιτισμό των λευκών (Abercrombie&Hill&Turner, 1991). Η αφομοίωση αποτελεί, λοιπόν, τη διαδικασία εκείνη που θα έχει ως αποτέλεσμα την οικειοποίηση του πολιτισμικού μοντέλου της κοινωνίας υποδοχής. Κατά τον Παύλου (2007), αυτή είναι και η πλέον προσφιλής στα εθνικά κράτη εκδοχή αντιμετώπισης των μεταναστών, καθώς είναι ευχερέστερα διαχειρίσιμη σε εθνικό επίπεδο (Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2007, σ. 304).
Η αφομοίωση θεωρήθηκε μονοδιάστατη και μονόδρομη διαδικασία, στο βαθμό που επιβάλλονται στο μετανάστη τα πολιτισμικά στοιχεία του κυρίαρχου πολιτισμού, εγκαταλείποντας την δική του κουλτούρα. Με τη διαδικασία αυτή, ο μετανάστης γίνεται όσο το δυνατόν «περισσότερο όμοιος» με την κυρίαρχη ομάδα της χώρας υποδοχής (Βασιλείου, 1992). Αφομοίωση, μπορεί να χαρακτηριστεί, όχι μόνο η διαδικασία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας (UNESCO, 1972). Παράλληλα, η έννοια αυτή συνδυάστηκε με τον εθνικισμό, την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό (Schnapper, 2008, σ.43).
Οι όροι κοινωνική ένταξη και κοινωνική ενσωμάτωση έχουν ποικίλλους ορισμούς και πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι ή ως συμπληρωματικοί. Ας δούμε ορισμένες εννοιολογικές διασαφηνίσεις των όρων.
Κοινωνική ένταξη (socialintegration): Σε θεωρητικό επίπεδο, δεν υφίσταται ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της ένταξης ενώ η χρήση της ίδιας της λέξης «ένταξη» αμφισβητείται ως ασαφής (ΙΜΕΠΟ, 2007, σ. 10). Κοινωνική ένταξη είναι η διαδικασία με την οποία μια κοινωνία ή ένα σύστημα επιτρέπει στα μέλη του να είναι κάτοχοι θέσεων και φορείς ρόλων, στα πλαίσια της κοινωνικής οργάνωσης, προκειμένου να συμβάλλουν όλα τα μέλη στη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος (σύμφωνα με τη λειτουργική προσέγγιση) (Abercrombie&Hill&Turner, 1991). Η ένταξη των ατόμων δείχνει πώς τα στοιχεία της κοινωνίας διατηρούντη συνοχή αλλά και τη διαδικασία κατά την οποία οι διαφορετικές εθνότητες έχουν στενές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις (Abercrombie&Hill&Turner, 1988, σ. 182). Κατά την Βεντούρα (2007), η κοινωνική ένταξη δεν σημαίνει μεταπήδηση από μια ομοιογενή μονάδα σε μια άλλη (επομένως διαφοροποιείται από τον όρο «αφομοίωση»), αλλά μετάβαση από μια διάταξη ετερογένειας σε μια άλλη, από μια κατανομή ιδιοτήτων προς μια άλλη που συγκλίνει περισσότερο προς την κυρίαρχη κατανομή σε έναν πληθυσμό αναφορά (Κοντιάδης & Παπαθεοδώρου, 2007). Κατά τον Δημουλά, ως βασικοί παράγοντες της ένταξης ορίζονται όσοι άπτονται του δημόσιου βίου του ατόμου, όπως για παράδειγμα το εκπαιδευτικό επίπεδο του ατόμου, η απασχόληση και η κατοικία. Τέλος, η ένταξη του ατόμου σε μια κοινωνία συνδέεται με τους όρους εισόδου του σε αυτήν και την ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες συγκριτικά με τον γηγενή πληθυσμό (Μπάγκαβος & Παπαδοπούλου, 2006).
Κοινωνική ενσωμάτωση (socialincorporation): ODurkheim, στο βιβλίο του Suicide: AstudyinSociology (1952) αναφέρει πως μια ομάδα μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικά ενσωματωμένη στο βαθμό που τα μέλη της: 1) Διαθέτουν κοινωνική συνείδηση, μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα, πεποιθήσεις και πρακτικές (θρησκευτική κοινωνία), 2) Βρίσκονται σε διάδραση μεταξύ τους (οικιακή κοινωνία) και 3) Αισθάνονται ότι έχουν κοινούς στόχους (πολιτική κοινωνία) (Schnapper, 2008, σ. 67). Η έννοια αυτή ταυτίζεται με τη συνένωση διαφόρων μερών ενός κοινωνικού συνόλου για να αποτελέσουν ένα σύνολο. Ο όρος, κατά τον Μακρή (1991), ταυτίζεται με τον όρο «ένταξη».
Σύμφωνα με τους Abercrombie&Hill&Turner (1991), η ενσωμάτωση αναφέρεται στη διοχέτευση της πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας της εργατικής τάξης στους υπάρχοντες θεσμούς, αντί για την παραμονή της στο περιθώριο. Αυτό συμβαίνει για να μην απειλείται η διατάραξη της τάξης. Από κοινωνιολογική άποψη, ο όρος αναφέρεται στους κοινωνικούς μηχανισμούς και τις λειτουργίες διαμέσου των οποίων το άτομο συνδέεται με τις ομάδες και την κοινωνία (Βασιλείου, 1992). Σύμφωνα με τον Κόντη (2001), ενσωμάτωση είναι η συμμετοχή των ατόμων στις κοινωνικο – οικονομικές δομές της χώρας υποδοχής. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί την διαδικασία που χαρακτηρίζει τη δυναμική πορεία προς μια επιθυμητή κατάσταση αλλά και την κατάσταση που χαρακτηρίζει την απουσία διακρίσεων μεταξύ συγκρίσιμων ομάδων ημεδαπών και αλλοδαπών στη χώρα υποδοχής (Αμίτσης & Λαζαρίδη, 2001). Με βάση τον Δημουλά (2006), η ενσωμάτωση εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου και στις δραστηριότητες του ατόμου μέσα σε αυτήν (Μπάγκαβος & Παπαδοπούλου, 2006, σ. 247). Επίσης, κατά την Παπαδοπούλου (2008), σε σχέση με την ελληνική περίπτωση, όταν μιλάμε για ενσωμάτωση, αναφερόμαστε συνήθως ξεκάθαρα στα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών και είναι μια διαδικασία που αφορά το σύνολο των μελών της κοινωνίας και όχι μόνο τους μετανάστες (Schnapper, 2008, σ. 31). Ο όρος σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτή της Γαλλίας, αντικατέστησε τον όρο αφομοίωση (Green, 2004, σ. 86).
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στους όρους «επιπολιτισμός» και «αποπολιτισμός», οι οποίοι δεν αποτελούν τρόπους πολιτικής αντιμετώπισης του μεταναστευτικού φαινομένου, αλλά διαδικασίες που παρατηρούνται στο ίδιο το άτομο κατά την παραμονή του στη χώρα υποδοχής. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν την συνειδητή ή ασυνείδητη εγκατάλειψη της πολιτισμικής ταυτότητας (του μετανάστη) ή τη διατήρησή της με την ταυτόχρονη υιοθέτηση πολιτισμικών στοιχείων της χώρας υποδοχής.
Προτάσεις
Η κοινωνική μεταβολή συνεπάγεται διαρκή και εναργή ευελιξία προσαρμογής της κοινωνίας και της κοινωνικής πολιτικής με ανάπτυξη πρωτίστως του τομέα της πρόληψης και της κοινωνικής φροντίδας οικογένειας-παιδιού και παράλληλα του τομέα της παρέμβασης και της αντιμετώπισης των κινδύνων που διατρέχουν. Η εξασφάλιση στοιχειώδους επάρκειας των υπηρεσιών για όλους τους πολίτες απαιτεί υιοθέτηση μιας ολιστικής οπτικής, η οποία συνεκτιμά τις ανάγκες επιβίωσης από κοινού με εκείνες της ευημερίας και προωθεί την πρώιμη παρέμβαση παρέχοντας στήριξη στο φυσικό γονικό σχήμα σε δύσκολες φάσεις μετάβασης και σε καταστάσεις κρίσης.
Η ανάπτυξη πολυεπίπεδων διεπιστημονικών και, σε ότι αφορά την κοινωνική εργασία, διαμεθοδικών παρεμβάσεων στο χώρο των πολιτισμικά διαφερόντων, στο σπίτι της οικογένειας, στον οικισμό, το σχολείο, το πολιτιστικό κέντρο, οι οποίες επιτρέπουν τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας για τις δυσκολίες και τις ανάγκες τους, καθώς και για τη δυναμική του συστήματος μέσα στο οποίο αυτές οι δυσκολίες και οι ανάγκες «γεννούνται» και αναπαράγονται. Επιπλέον οι επιτόπιες παρεμβάσεις ευνοούν τον εντοπισμό των δεξιοτήτων, των δημιουργικών τάσεων και των ταλέντων τους, η αξιοποίηση των οποίων ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητά και διευκολύνει την προσαρμογή τους.
Επισημαίνεται μια έλλειψη βούλησης και αδυναμία φορέων και επαγγελματιών να εφαρμόσουν το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και να συμβάλουν στην αποκωδικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην καθημερινή πρακτική τους. Η χωρίς προκατάληψη ματιά και προσέγγιση των «άλλων» είναι προϊόν μιας σύνθεσης ψυχικής-κοινωνικής διεργασίας ταυτότητας και ετερότητας, η οποία λαμβάνει χώρα στην οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον και το εκπαιδευτικό σύστημα. Κριτικές προσεγγίσεις των πολιτικών και διαρκής αναστοχασμός των επαγγελματιών σχετικά με τις στάσεις των ίδιων και των υπηρεσιών προς τους διαφέροντες θα οδηγούσε στην «απομάθηση», την απάρνηση πάγιων τρόπων και ταχτικών προσέγγισης-κατανόησης. Χρειάζεται να αποποιηθούν εκείνους τους τρόπους και τις συνήθειες ,που οικοδομούν συνθήκες καταπίεσης και συμμαχίας, οι οποίες συνδέονται με τη δυναμική των διακρίσεων και του αποκλεισμού στην Ελλάδα. Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως την έχει εισηγηθεί ο PeterTawnsent (2006) για την αντιμετώπιση της φτώχιας, αποκτά επείγουσα διάσταση.
Η εστίαση της παρούσας παρουσίασης στην απουσία αυτής της στρατηγικής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στον τομέα της εκπαίδευσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εκπαίδευση μαζί με τη γλώσσα αποτελούν σημαίνοντες δείκτες κοινωνικής ένταξης στις τρέχουσες συνθήκες ζωής μιας οικογένειας (εφοδιασμός με απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες) αλλά και για το μέλλον των μελών της (πρόληψη κοινωνικού αποκλεισμού και προνοιακής περιθωριοποίησης, περιορισμό των παραγόντων που θα ευνοούσαν εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, κ.α.). Επίσης από το γεγονός, που σημειώσα, ότι στην αρένα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συναντιούνται «όλοι» οι ανήλικοι και έμμεσα οι γονείς τους. Εκεί θα άξιζε να ιδρυθούν άμεσα κοινωνικές και ψυχολογικές υπηρεσίες οι οποίες θα στηρίξουν την από κοινού προσπάθεια της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης με προοπτική διαμόρφωσης μιας πολυπολισμικής κοινωνίας με ισότιμα μέλη.
Η εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικών δικαιωμάτων και συνηγορίας αξίζει και πρέπει να προηγηθεί, και να λειτουργήσει κατά προτεραιότητα στα κρίσιμα πεδία της υγείας-ψυχικής υγείας, της κοινωνικής φροντίδας και της εκπαίδευσης.
Σας Ευχαριστώ πολύ ….
Χαιρετισμοί…
Με μεγάλη χαρά οι συνεργάτες, οι φίλοι και εγώ προσωπικά σας υποδεχόμαστε σήμερα στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών που μας έκανε την τιμή να φιλοξενήσει στους χώρους του τη σημερινή μας εκδήλωση και για αυτό ευχαριστούμε θερμά και είμαστε ευγνώμονες στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Το Ινστιτούτο Η Εξέλιξη είναι μια Αστική Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση που δραστηριοποιείται σε διάφορα επίπεδα με σημαντική δράση στο χώρο των μεταναστών, οι οποίοι βρίσκονται στη χώρα μας και έχει ως κύριο στόχο την εκπαίδευση των νεαρών μεταναστών στις πολιτισμικές, ιστορικές, θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της Ελλάδας, ώστε να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές στις κοινότητές τους και να πρωταγωνιστήσουν μελλοντικά στις εξελίξεις με επαρκείς γνώσεις και εμπειρίες από την όλο και περισσότερο πολυπολιτισμική πραγματικότητα μέσα στην οποία καλούνται να ζήσουν, να δράσουν και να συνεισφέρουν γόνιμα και εποικοδομητικά προς όφελος όλων.
Σε αυτό το πλαίσιο διοργανώσαμε τη σημερινή Ημερίδα με τίτλο Αναζητώντας τρόπους συνύπαρξης με τους θρησκευτικά διαφορετικούς, ώστε να ενημερώσουμε, να προβληματιστούμε, να ευαισθητοποιηθούμε και τελικά να δράσουμε όσο είναι δυνατό σε θέματα θρησκευτικής διαφορετικότητας, στα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν και να αναδείξουμε τα θετικά που η γόνιμη και δημιουργική συνύπαρξη μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός της Ημερίδας είναι να διερευνηθούν τα προβλήματα, οι προκλήσεις και οι πιθανές λύσεις που προκύπτουν από τη συνύπαρξη των θρησκευτικά διαφορετικών σε μια μεγαλούπολη, όπως η Αθήνα, με τις αδυναμίες και τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει. Το κύριο βάρος εστιάζεται στα σημεία που διευκολύνουν τη συνύπαρξη των θρησκειών, όπως αυτά προκύπτουν από τη διδασκαλία τους.
Η δομή της Ημερίδας στηρίζεται σε δύο άξονες: α) Εισηγήσεις (15-20 λεπτών) ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι μέσω του expertise τους θα οριοθετήσουν και θα αναπτύξουν ακαδημαϊκά το πλαίσιο της προβληματικής: προβλήματα, προκλήσεις, λύσεις, όπως αυτό προκύπτει από τη συμβίωση των θρησκευτικά διαφορετικών. β) Εισηγήσεις (15-20 λεπτών) θρησκευτικών λειτουργών από τις κύριες ετερόθρησκες και ετερόδοξες κοινότητες που υπάρχουν και δραστηριοποιούνται ενεργά στη χώρα μας στο πλαίσιο της παραπάνω προβληματικής.
Τις συζητήσεις θα συντονίσουν ο Αλλέξανδρος Βέλλιος και ο Ντανιέλ Εσδράς.
Σας ευχαριστώ θερμά για τη συμμετοχή σας, η οποία μας δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε καθημερινά.
Αξιότιμοι καλεσμένοι,
Κυρίες και κύριοι,
Εκ μέρους του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι μεγάλη μου χαρά να παρευρεθώ σε αυτή την σημαντική πρωτοβουλία του συνδέσμου Ελλάδα-Πακιστάν στην Αθήνα, που είχα την χαρά να συνεργαστώ μαζί του και στο παρελθόν.
Ο πρωταρχικός στόχος του Υπουργού Υγείας είναι να διασφαλίσει την εύκολη και αποτελεσματική πρόσβαση των μεταναστών , νόμιμων και μη, στο σύστημα υγείας, προστατεύοντας την δημόσια υγεία.
Δεν είναι διατεθειμένος,όπως έχει ήδη αποδείξει,να θυσιάσει το δικαίωμα των μεταναστών για περίθαλψη στο βωμό της οικονομικής κρίσης που βιώνει η Ελλάδα. Αποφασισμένος και πάντα έτοιμος να αγωνιστεί για το κοινό καλό, φροντίζοντας για το δημόσιο ανώτατο αγαθό της υγείας, σφραγίζει την άρνησή του για περικοπές στον κλάδο της υγείας με δήλωσή του στην 16η συζήτηση E.H.F.G (16thEuropeanHealthForumGastein) : «Δεν υπάρχει κρίση,υπάρχει μια νέα πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Δεν θα γυρίσουμε πίσω ποτέ, οπότε θα έπρεπε καλύτερα να συμβιβαστούμε με αυτή την ιδέα.»
Με όρεξη για δουλειά, ιδέες και πυγμή υπενθυμίζει πως οι μετανάστες, είτε διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα χαρτιά είτε όχι, παραμένουν άνθρωποι που χρήζουν σεβασμού και ίσης αντιμετώπισης από τους γιατρούς που έχουν δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη.
Με σεβασμό λοιπόν στον άνθρωπο και την ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση,στα πλαίσια στήριξης της υγείας και προσφοράς της σε όλον τον κόσμο,έχει προγραμματιστεί διάσκεψη για την Μεταναστευτική Υγεία,υπό την αιγίδα του Υπουργείου Υγείας και του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης(Δ.Ο.Μ) και την στήριξη του Εθνικού Κέντρου Διαχείρισης της Υγείας.
Τέλος, θα ήθελα να επιβεβαιώσω πως η στήριξη και η βοήθεια έρχονται αβίαστα σε δύσκολες αλλά και ευχάριστες στιγμές. Είναι δική μας η χαρά και τιμή να προσκαλούμαστε σε τέτοιες ωραίες και πρωτοποριακές εκδηλώσεις, όπου δίνεται η ευκαιρία να συσφιχθούν οι σχέσεις.
Εύχομαι καλό υπόλοιπο βραδιάς.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
Περισσότερα από 70 άτομα παρακολούθησαν την πρώτη εκδήλωση του Hellenic U.S. Alumni Association υπό τον τίτλο ”Η προσφυγική κρίση: Ένα πολυπαραγοντικό θέμα”, την Παρασκευή 15 Απριλίου στο ALBA Graduate Business School.
Οι τέσσερις ομιλητές κ. Αλέξανδρος Ζαβός (Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής), κ. Ζαν – Ντανιέλ Κολομπανί (Γενικός Διευθυντής της WINGROUP), κ. AsefFarjam (Διαπολιτισμικός Μεσολαβητής, ΜΚΟ Γιατροί του Κόσμου) και κ. Γιώργος Κουμουτσάκος (Μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου, πρώην μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκπρόσωπος τύπου της Νέας Δημοκρατίας) – οι οποίοι όλοι τους έχουν συμμετάσχει κατά το παρελθόν στο International Visitor Leadership Program (IVLP)συζήτησαν για την τρέχουσα κατάσταση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης, τις επιπτώσεις της για την Ευρώπη σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, καθώς και τις διάφορες επιπτώσεις της κρίσης ειδικά για τους ανθρώπους της Ελλάδας. Τη συζήτηση συντόνισε η κ. Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Το Hellenic U.S. Alumni Association είναι μια δυναμική και διαδραστική κοινότητα για τους πρώην και νυν συμμετέχοντες των επιχορηγούμενων από την αμερικανική κυβέρνηση προγραμμάτων ανταλλαγής.
Επιστημονική ημερίδα με θέμα «Υγειονομική Διαχείριση Μετακινούμενων Πληθυσμών – Προσφύγων» διοργανώνει σήμερα ηΚεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας, υπό την αιγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών.
Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί από τις 10 το πρωί, στην «Αίθουσα Αργυριάδη» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (κεντρικό κτίριο, Πανεπιστημίου 30).
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της ημερίδας, θα παρουσιαστεί το φαινόμενο του προσφυγικού και θα αναλυθεί από ειδικούς επιστήμονες και προσωπικότητες του ακαδημαϊκού χώρου με στόχο την ευαισθητοποίηση, την ενημέρωση και τη συνεννόηση των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και των Υπηρεσιών που είναι υπεύθυνοι για τη Δημόσια Υγεία, ώστε να προσεγγίσουν και να αντιμετωπίσουν τους μετακινούμενους αυτούς πληθυσμούς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όσο αφορά στην υγειονομική πλευρά.
Καλημέρα σας…
Κύριες και κύριοι
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την οργανωτική επιτροπή και ειδικά τον κύριο Ευστάθιου προσωπικά για την 6η συμμετοχή μου στο συνέδριο που προσφέρεται η δυνατότητα να παραβρεθώ ανάμεσα σε επιστήμονες και εκλεκτούς με στόχο να εκφράσω τις απόψεις μου και να μοιραστώ τις γνώσεις μου για το μεταναστευτικό ζήτημα που μας απασχολεί όλους !!
Οι νόμιμοι μετανάστες είναι τα πρόσωπα τα οποία έχουν εισέλθει και παραμένουν νόμιμα στη χώρα, η παρουσία τους έχει καταγραφεί από τις αρμόδιες αρχές και είναι εφοδιασμένοι με την απαιτούμενη άδεια παραμονής και εργασίας. Οι μετανάστες ξένης εθνικότητας διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
1) Εκείνους που προέρχονται από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης.
2)Κι εκείνους που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, για την είσοδο και παραμονή των οποίων στη χώρα απαιτείται διαδικασία προέγκρισης.
Μελετώντας, λοιπόν, το σημερινό μας θέμα διέκρινα ότι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις διαδικασίες ένταξης των μεταναστών και προσδιορίζουν τη διαμονή τους στην ελληνική κοινωνία είναι:
Είναι επομένως είναι λογικό ότι χρειάζεται να διευκολύνεται η συμμετοχή των μεταναστών στους διαφόρους τομείς της κοινωνικής ζωής με υποστήριξη από κοινωνικά δίκτυα που θα λειτουργούν «ως δίχτυ ασφαλείας» και θα αποτελούνκύριους φορείς μεταναστευτικής πολιτικής όπως οι δημοτικοί φορείς, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και η γειτονιά. Ταυτόχρονα, στην αντιμετώπιση των πολλών προκλήσεων που παρουσιάζει η «πολυπολιτισμική» κοινωνία, ένα πρώτο βήμα για την ένταξη των μεταναστών θα ήταν το δικαίωμα εκπροσώπησης τους με κάποιο τρόποστα δημοτικά συμβούλια.
Εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην καθημερινότητά τους στην Ελλάδα
Η σπουδαιότερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα είναι ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες επικοινωνίας στην ελληνική γλώσσα, προβλήματα για την κατοχή τίτλου νομιμοποίησης, προβλήματα στην αγορά εργασίας, προβλήματα στην εύρεση κατοικίας, προβλήματα λόγω της μεταναστευτικής πολιτικής και λόγω στερεοτύπων.
Νομιμοποίηση
Οι μετανάστες εντάσσονται και ενσωματώνονται στην κοινωνία με διαδικασίες που είναι πολύ κοντά σε αυτές που ισχύουν για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η κύρια διαφορά εντοπίζεται στην πολύπλοκη και σε πολλές περιπτώσεις αναποτελεσματική διαδικασία νομιμοποίησης η οποία αποτελεί και το ισχυρότερο εμπόδιο στην ένταξη τους.
Ο χρόνος παραμονής του νόμιμου και του μη νόμιμου μετανάστη στην Ελλάδα εξαρτάται από έναν υπάλληλο της περιφέρειας ή από την αλλαγή κυβέρνησης και επηρεάζει την προσαρμογή του στην ελληνική κοινωνία.
Η απόκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας είναι σημαντική διαδικασία για την ένταξη επί μακρών διαμένων στην χώρα που έχουν ενταχτεί σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο ενθαρρύνοντας το αίσθημα της συμμετοχής τους στην εθνική ζωή και επισφραγίζοντας την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία. Για αυτό η ιθαγένεια ορίζεται ως ο δεσμός του ατόμου προς την πολιτεία στην οποία ανήκει.
Έλλειψη γνώση της ελληνικής γλώσσας(ή ανεπάρκεια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας)
Η γνώση της ελληνικής γλώσσας αποτελεί βασικό παράγοντα κοινωνικής και εργασιακής ένταξης στη ζωή των μεταναστών. Την ίδια στάση υιοθετεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μεταξύ των βασικών αρχών ένταξης των μεταναστών, συμπεριλαμβάνει και την εκμάθηση της γλώσσας υποδοχής.
Η γλώσσα είναι ένα χαρακτηριστικό, που προσδιορίζει ανάμεσα σε άλλα, τη θέση ενός ατόμου στην κοινωνία, τις αξίες και τις προλήψεις του. Χρήσιμη, συνεπώς, για τους μετανάστες είναι η γνώση της κυρίαρχης γλώσσας της χώρας υποδοχής.
Η άγνοια της επίσημης γλώσσας διογκώνει τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο μετανάστης στην καθημερινότητά του. Αυτό συμβαίνει γιατί η επίσημη γλώσσα είναι η μοναδική που χρησιμοποιείται από όλους τους δημόσιους και κρατικούς φορείς, γι αυτό και μιλάμε για «γλωσσική ηγεμονία». Επίσης, η επάρκεια γνώσης της γλώσσας της χώρας υποδοχής αποτελεί για πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασική προϋπόθεση για την απόκτηση της ιθαγένειας, με την οποία ανάμεσα σε άλλα, δίνεται και το δικαίωμα ψήφου.
Ανεργία Αντί Απασχόληση
Η ανεργία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη διαδικασία της ένταξης. Η δυνατότητα εύρεσης εργασίας εμποδίζει την ένταξη στην ελληνική κοινωνία και οδηγεί στη δημιουργία αρνητικής στάσης απέναντι στους μετανάστες που συνοψίζεται στην πεποίθηση πολλών ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές».
Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι οι μετανάστες ευθύνονται για αυξανόμενη ανεργία στη χώρα. (Ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι εργάζονται μη ασφαλισμένοι σε εργασίες που ελάχιστοι Έλληνες θα επέλεγαν).
Σε πολλά κράτη μέλη, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στα επίπεδα απασχόλησης μεταξύ των υπηκόων τρίτων χωρών και των υπηκόων της Ε.Ε.
Το 2010, το ποσοστό υπηκόων τρίτων χωρών ηλικίας 20 – 64 ετών, ήταν 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από εκείνο του συνολικού πληθυσμού της ίδιας ηλικιακής ομάδας σε επίπεδο Ε.Ε. Εφόσον, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι ο καλύτερος και πιο σίγουρος τρόπος για την ένταξη των μεταναστών, οι προσπάθειες για τη μείωση αυτών των διαφορών πρέπει να απευθύνονται τόσο σε οικονομικούς μετανάστες, όσο και σε μετανάστες που έρχονται στην Ε.Ε. στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης ή ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.
Στέγαση
Έντονο εμφανίζεται το πρόβλημα έλλειψης στέγης για τους μετανάστες. Το πρόβλημα έγκειται στην απουσία στεγαστικής κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η στεγαστική πολιτική εφαρμόζεται από την κυβέρνηση μέσω των υπουργείων και οι τοπικές αρχές, οι δήμοι δεν έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες παρόλο που προσφέρουν συχνά στέγη σε άστεγους, σε μετανάστες και πρόσφυγες.
Το ίδιο ισχύει και για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες προσφέρουν βοήθεια σε ζητήματα στέγασης μεταναστών.
Χαρακτηριστική είναι η γκετοποίηση περιοχών από ομάδες και φυλές, λόγω γλώσσας και κουλτούρας.
Πολλοί μετανάστες που εγκαθίστανται στις αστικές περιοχές αντιμετωπίζουν εκεί ιδιαίτερες προκλήσεις ένταξης. Ο χωροταξικός τους εγκλωβισμός επιβεβαιώνει και σηματοδοτεί τον κοινωνικό τους εγκλωβισμό, γεγονός που οδηγεί στον κοινωνικό φραγμό των μεταναστών και προσφύγων.
Στην Ελλάδα πριν το 2004 δεν υπήρχαν γκέτο.Οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες δημιούργησαν τη συγκέντρωση των μεταναστών σε υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας. Σύμφωνα με έρευνα στην Αθήνα για τους χώρους διαμονής Αλβανών μεταναστών (1991-1993) οι χώροι διαμονής των Αλβανών δείχνουν πόσο απαγορευτική μπορεί να είναι η Αθήνα σε κάτι ξένο. Οι περισσότεροι μετανάστες λένε ότι νοικιάζουν δωμάτια στην περιοχή της Πλατείας Βάθης και της Ομόνοιας, διότι οι Έλληνες ιδιοκτήτες δεν τους νοικιάζουν σε άλλες περιοχές σπίτια.
Οι δήμοι και οι φορείς πρέπει να εφαρμόζουν πολιτικές ένταξης για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις ειδικά σε υποβαθμισμένες γειτονιές, καθώς αυτό αναπαράγει φαινόμενα εχθρότητας και μίσους των μεταναστών αλλά και των προσφύγων προς την ίδια την κοινωνία και οδηγεί στην γκετοποίησητους.
Η οικογένεια
Οι προκαταλήψεις είναι σταθερά αρνητικές στάσεις έναντι ομάδων ή ατόμων μιας ομάδας. Δεν βασίζονται συχνά στην εμπειρία του ατόμου, αλλά μεταδίδονται μέσω της κοινωνικοποίησης του (οικογένεια, σχολείο, παρέες συνομηλίκων, μέσα μαζικής επικοινωνίας, θρησκεία, διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία εντάσσεται κατά καιρούς το άτομο).
Οι μηχανισμοί των στερεοτύπων και της προκατάληψης ενισχύουν την αρνητική προδιάθεση και κατασκευάζουν την εικόνα του μετανάστη ως την αναπαράσταση του εχθρού της ελληνικής κοινωνίας, ως τον «ξένο» τον οποίο αρνούνται, γιατί απειλεί τα «οικείο». Ο ξένος δεν προσλαμβάνεται ως διαφορετικός, ως κάποιος που προέρχεται από έναν άλλο πολιτισμό και έχει μια διαφορετική κουλτούρα η οποία μπορεί να εμπλουτίσει γόνιμα την κοινωνία στην οποία εντάσσεται, αλλά ως ο αντίπαλος της ελληνικής κοινωνίας και πολιτισμικής υπόστασης. Η κοινωνία κατασκευάζει τον μετανάστη ως άτομο που αποτελεί απειλή για την ύπαρξη της, θέτοντάς τον με αυτόν τον τρόπο στο περιθώριο.
Στην Ευρώπη ιδιαίτερα παρατηρούνται προκαταλήψεις εναντίον ανθρώπων άλλων πολιτισμών, ιδίως εναντίον μεταναστών και προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες. Είναι εμφανή τα σημεία στενής σύνδεσης της ξενοφοβίας με στοιχεία του ρατσισμού, όπως για παράδειγμα της ισλαμοφοβίας.
Η ισλαμοφοβία χρησιμοποιεί την υποτίμηση του Ισλάμ, για να υποτιμήσει τους μουσουλμάνους, απλά και μόνο επειδή είναι μουσουλμάνοι. Μια σειρά γεγονότων, όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ηςΣεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι βομβιστικές επιθέσεις στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, έχουν επιδεινώσει την κατάσταση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Το βασικό όμως ερώτημαείναι πώς μπορούν να αποφευχθούν οι στερεοτυπικές γενικεύσεις, να αποδομηθούνοι φόβοι και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή σε διάφορες ευρωπαϊκές κοινωνίες και παράλληλα να αντιμετωπιστεί η περιθωριοποίηση και οι διακρίσεις.
Η πολιτισμική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα
Η θρησκευτική ποικιλότητα της σύγχρονης Ελλάδας έχει εμπλουτιστεί με την μουσουλμανική μειονότητας στη Θράκη και την εισροή των μεταναστών. Η αποδοχή αυτών των θρησκευτικών ομάδων από τον γηγενή πληθυσμό ποικίλλει. Λιγότερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι μετανάστες που είναι χριστιανοί, ενώ περισσότερα προβλήματα αποδοχής οι μετανάστες άλλων θρησκειών. Σε σχέση με τη μετανάστευση και τη θρησκεία, πρωτεύοντα ρόλο παίζει η ελληνική εθνική ορθόδοξη ταυτότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, καθώς οι άλλοι αντιμετωπίζονται ως απειλή για τη διάσπαση της ενότητας του έθνους.
(Οι μετανάστες αποτελούν μία πραγματικότητα που χρειάζεται αποδοχή και ρύθμιση).
Η θρησκεία αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν αξιακό σύστημα και αγγίζει κοινωνικές ομάδες, συνεπώς είναι ένας από τους παράγοντες που δύσκολα αλλάζουν ή επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες που προέρχονται από τις διαφορετικές αξίες της κοινωνίας υποδοχής και από κρατικές πολιτικές.
Οι αλλοδαποί μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια σειρά προβλημάτων που απορρέουν από την πρωτοκαθεδρία της επικρατούσας θρησκείας. Γίνεται φανερό ότι η ενσωμάτωση των μουσουλμάνων μεταναστών καθίσταται προβληματική, λόγω της ανυπαρξίας ρυθμιστικού πλαισίου που να εξασφαλίζει δικαιώματα θρησκευτικής ελευθερίας στα άτομα αυτά. Το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας συνδέεται με προκαταλήψεις σχετικά με την αλλοίωση της χριστιανικής ταυτότητας των Ελλήνων από τους «άλλους». Κι ενώ η Ελλάδα μετατρέπεται σε χρόνο ρεκόρ από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής, η πρώτη δεκαετία εγκατάστασης Πολωνών και αργότερα Αλβανών μεταναστών χαρακτηρίζεται από μία «αφομοιωτική» τάση σε σχέση με τους μετανάστες της. Οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί υπό τον όρο της «ελληνοποίησής» τους, του «εκχριστιανισμού» τους και της υιοθέτησης ελληνικών ονομάτων. Η ισλαμοφοβία στρέφεται ενάντια σε ανθρώπους μουσουλμανικής πίστης ή γενικότερα ενάντια στο Ισλάμ, ανεξάρτητα από τον βαθμό πίστης ή τον ειδικό ισλαμικό προσανατολισμό στον οποίο ανήκουν. Η μουσουλμανική εχθρότητα δεν οφείλεται στην απόρριψη ενός προσανατολισμού πίστης, αλλά στην υποτίμηση των ανθρώπων που συνδέονται με αυτήν την πίστη.
Κοινωνικοί και πολιτισμικοί φραγμοί στην Υγεία
Στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες διαπιστώνουμε ότι η υγεία πλήττεται από πολιτισμικά εμπόδια, γλωσσικές διαφορές, νομικούς όρους και κοινωνικό οικονομικές δυσπραγίες. Με βάση τα παραπάνω είναι εμφανές ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει στους μετανάστες ένα αρκετά περιορισμένο δικαίωμα πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη και κατ’ επέκταση ένα εξ’ ίσου περιορισμένο δικαίωμα στην υγεία. Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαία η εξέταση των φραγμών στην υγεία των μεταναστών στα πλαίσια του εθνικού συστήματος.
Συνθήκες διαβίωσης
Κρίσιμες κρίνονται και κάποιες πρακτικές παρατηρήσεις γύρω από το ζήτημα της πρόσβασης των μεταναστών στην ιατρική περίθαλψη. Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με Ευρωπαϊκή Έρευνα οι μετανάστες δεν έρχονται στην Ευρώπη για να θεραπευθούν αλλά πολλοί ανακαλύπτουν ότι είναι ασθενείς μετά την άφιξή τους ή ασθενούν κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής τους διαδρομής, η οποία, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, διαρκεί αρκετό καιρό και λαμβάνει χώρα υπό άθλιες συνθήκες.